- αγούμαστος
- ο1. είδος σταφυλιού με μεγάλες και μακρουλές ρώγες2. το κλήμα που παράγει τέτοια σταφύλια3. διάφορα είδη εκλεκτών σταφυλιών (λευκά, μαύρα, κόκκινα κ.λπ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < μτγν. βούμαστος < βοῦς + μαστόςη μεταβολή τού βου- σε γου- πιθ. από παρετυμολογία προς το γίδα, γιατί λέγεται και βυζί τής γίδας].
Dictionary of Greek. 2013.